λίμινθες

λίμινθες
λίμινθες
Grammatical information: ?
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H. = `intestinal worm'
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Variant of ἕλμινθες, s.v. Influence of λιμός `hunger' seems improbable. S. Georgacas Άφιέρωμα Τριανταφυλλιδη (Athens 1960) 475ff. - Not with Grošelj Živa Ant. 4, 173 to λείμαξ.
Page in Frisk: 2,124

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λίμινθες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. τού τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση τής λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες* συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή.… …   Dictionary of Greek

  • μέρμιθα — η (Α μέρμις, ιθος και μέρμιθα) σχοινί, τριχιά, σπόγγος νεοελλ. το σχοινί που χρησιμεύει για το ράψιμο τών ιστίων τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθημα μι τής λ. μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τού τ. ἕλμινς*, λίμινθες*, ενώ είναι πιθανό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”